καταστοιβάζω

καταστοιβάζω
καταστοιβάζω (Α)
(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ.) κατεστοιβασμένος, -η, -ον
(για το ύφος τού Θουκ.) πυκνός, συμπιεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στοιβάζω «συσσωρεύω, συμπιέζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”